αστοχία — αστοχία, η και αστοχιά, η 1. αποτυχία: Τέτοια αστοχιά σήμερα στο κυνήγι δεν την περίμενα. 2. αφηρημάδα, ξεχασιά: Από αστοχία μου δεν του το πα. 3. αφορία, ακαρπία: Εφέτος τα σπαρτά είχαν μεγάλη αστοχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστοχία — ἀστοχίᾱ , ἀστοχία missing the mark fem nom/voc/acc dual ἀστοχίᾱ , ἀστοχία missing the mark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχίᾳ — ἀστοχίᾱͅ , ἀστοχία missing the mark fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχίας — ἀστοχίᾱς , ἀστοχία missing the mark fem acc pl ἀστοχίᾱς , ἀστοχία missing the mark fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχίαν — ἀστοχίᾱν , ἀστοχία missing the mark fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστοχιάζω — [αστοχιά] παραβλέπω, περιφρονώ … Dictionary of Greek
ἀστοχίαις — ἀστοχία missing the mark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek